Καλικάντζαροι

Καλικάντζαροι

Aπό το βιβλίο του Φϊλιππου Μανδηλαρά «Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι» (με άδεια του Εκδότη)

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι καλικάντζαροι είναι άσχημα μαυριδερά όντα με τριχωτά σώματα, κόκκινα μάτια και πόδια τράγου. Όλοι έχουν κι από ένα ελάττωμα, άλλος είναι κουτσός, άλλος στραβός, άλλος κουλός με καμπούρα και ουρά.

Ο λαός πιστεύει ότι οι καλικάντζαροι ζούνε κάτω από τη γη και πριονίζουν το δέντρο που στηρίζει τη γη όλο το χρόνο. Όσο πλησιάζουμε προς τα Χριστούγεννα κι ενώ το δέντρο είναι έτοιμο να πέσει, οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης για να μην τους πλακώσει καθώς θα πέφτει.

Διηγιότανε μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της - βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα - είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.  Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε "του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα". Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να 'ρθει και ξαφνικά σ' ένα τρίστρατο ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τούς πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας:

- Ω!... στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα.

Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους "που 'ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς" και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το "φυσερό" εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι.

Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκαήμερο.

Οι νοικοκύρηδες για να τους κρατήσουν μακριά από τα σπίτια τους έβρισκαν διάφορους τρόπους.

Κρεμούσαν στην καπνοδόχο του σπιτιού το κατωσάγονο ενός χοίρου ή ένα δερμάτινο παπούτσι, ενώ άλλες φορές έριχναν αλάτι στη φωτιά. Αυτά τα έκαναν γιατί η μυρωδιά του καμμένου δέρματος και ο κρότος του αλατιού που σκάει προξενεί στους καλικάντζαρους φόβο και τους διώχνει μακριά.

Επίσης κρεμούσαν στην πόρτα του σπιτιού τους την κρεμμύδα, κάτι που το κάνουμε ως και σήμερα, και για να τους διώξουν αλλά και για να έχουν καλή τύχη τον καινούριο χρόνο. Άλλοι τρόποι για να τους κρατήσουν μακριά ήταν να τοποθετούν στην καπνοδόχο ένα κόσκινο. Οι καλικάντζαροι βλέποντας το, άρχιζαν να μετρούν τις τρύπες του κι επειδή δεν ήξεραν να μετρούν πέρα απ’ το 2 μπερδεύονταν και περνούσαν όλο το βράδυ μετρώντας: « ένα – δύο, ένα - δύο».

Τέλος καθ’ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου έκαιγαν λιβάνι δίπλα στο τζάκι καθώς η μυρωδιά του, τους έδιωχνε μακριά.

Όλες αυτές οι δοξασίες έχουν τις ρίζες τους στα Βυζαντινά χρόνια. Οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με τραγούδια, χορούς και μασκαρέματα. Πείραζαν τους ανθρώπους στο δρόμο, έμπαιναν χωρίς ντροπή στα ξένα σπίτια, έκαναν ζημιές, αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες, ζητούσαν φαγητά και γλυκά για να φύγουν.

Οι νοικοκύρηδες για να γλιτώσουν από τα πειράγματα έκλειναν τις πόρτες και τα παράθυρα αλλά οι μασκαρεμένοι έβρισκαν τρόπους να τρυπώσουν ακόμη κι απ’ τις καμινάδες. 

Για το παραπάνω θέμα, μπορείτε να διαβάσετε με τα παιδιά το παραμύθι «Η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάτζαροι» των Αδερφών Κατσιμίχα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ένα βιβλίο που αν και η πρώτη του έκδοση είναι πριν πολλά χρόνια, είναι πάντα επίκαιρο. Υπάρχει και αντίστοιχο cd με αφήγηση του παραμυθιού και τα τραγούδια.