Τα "αδέρφια¨ μου από το ορφανοτροφείο...

Κάποιο πρωινό, έφεραν στο ορφανοτροφείο δυο αδελφάκια, τα οποία είχαν βρει στην Εθνική Οδό να περπατάνε μόνα τους προς άγνωστη κατεύθυνση. Τα μάζεψαν και τα έφεραν εκεί. Μετά από μεγάλη έρευνα, οι αρμόδιοι ανακάλυψαν ότι η μητέρα τους ήταν άφαντη, ενώ ο πατέρας είχε μπλεξίματα με ναρκωτικά και παρόλο που τα ζήτησε κάποιες φορές, δε μπορούσε να τα μεγαλώσει. Δεν είχαν άλλη επιλογή λοιπόν, από το να γίνουν επίσημα μέλη του ορφανοτροφείου, με το Μάριο να είναι και ο πιο μικρός ανάμεσα στα παιδιά.
 
Η κ. Χριστίνα έζησε από πολύ κοντά την ιστορία τους και δεν άργησε να δεθεί μ’ αυτά τα δυο παιδιά. Οι επισκέψεις της στο ορφανοτροφείο άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνές και να αποκτούν διαφορετικό νόημα. Πήγαινε πια για να δει συγκεκριμένα αυτά τα δυο μικρά αγόρια, να τα διδάξει πράγματα, να τους προσφέρει αγαθά. Όσα όμως κι αν τους προσέφερε, πάντα ένιωθε να τους λείπει κάτι…
 
Το Πάσχα πλησίαζε και ενώ άλλα παιδιά του ορφανοτροφείου είχαν κάπου να πάνε, αυτά τα δυο, δεν είχαν κανέναν να ενδιαφερθεί γι’ αυτά. Κάπως έτσι η κ. Χριστίνα πήρε την απόφαση. Μια απόφαση μεγάλη, που ήξερε ότι θα τη δέσμευε ίσως για πολύ πολύ καιρό. Μετά από συζήτηση με ολόκληρη την οικογένειά της, η κ. Χριστίνα ζήτησε να πάρει τα δυο παιδιά στο σπίτι της, για τις διακοπές του Πάσχα. Αυτές οι μέρες αποδείχτηκαν τελικά πολύ πιο καθοριστικές απ’ όσο νόμιζαν όλοι…
 
Η κ. Χριστίνα παίρνοντας τα παιδιά απ’ το ορφανοτροφείο, τους υποσχέθηκε παγωτό. Έτσι, σταμάτησαν σε ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο και άφησε τα παιδιά να διαλέξουν ό, τι περίεργη γεύση ήθελαν. Φεύγοντας από το ζαχαροπλαστείο και με το που μπήκαν στο αμάξι για το σπίτι,  ο Μάριος την πλησίασε στο κάθισμα του αυτοκινήτου, σήκωσε  τη μικρή του παλάμη και της χάιδεψε το μάγουλο σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης. Φτάνοντας στο σπίτι τα παιδιά είχαν να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον. Ένα μεγάλο σπίτι με κήπο, τρία μεγάλα παιδιά, ένας μπαμπάς, σκυλιά, γατιά για συντροφιά και κυρίως…πολλή αγάπη. Επομένως η προσαρμογή τους έγινε γρήγορα και ομαλά.
 
Κάποιο ανέμελο πρωινό, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι της κ. Χριστίνας. Ήταν ο πατέρας των παιδιών και ζητούσε να τα πάρει για το υπόλοιπο των διακοπών. Ο Λευτέρης με το που το έμαθε, κλείστηκε στο δωμάτιό του. Αυτό το οποίο είχε πει τότε στη μικρή κόρη της οικογενείας, ήταν «Σε παρακαλώ κάνε κάτι. Εδώ περνάω καλύτερα». Η κ. Χριστίνα όμως, επειδή ήθελε να είναι απόλυτα σωστή, έκανε μία προσπάθεια να τα  πάει στον πατέρα τους, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το δικό της σπίτι. Δεν πέρασαν τρεις ώρες και βρισκόταν πάλι στο αυτοκίνητο προκειμένου να τα γυρίσει πίσω. Τα παιδιά χαιρέτησαν τον πατέρα τους σα να τον είχαν απλά επισκεφτεί και μπήκαν γρήγορα γρήγορα και με χαρά, στο αμάξι που θα τα οδηγούσε ξανά στο σπίτι της κ. Χριστίνας.   
 
Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το σπίτι έκαναν τα πάντα. Απέκτησαν τα δικά τους κρεβάτια, τα δικά τους ρούχα, έβαλαν ζελέ στα μαλλιά τους, συναναστράφηκαν με κόσμο, πήγαν βόλτες, απέκτησαν για πρώτη φορά στη ζωή τους λαμπάδες, έπλασαν κουλουράκια, πήγαν στον επιτάφιο και στην Ανάσταση, μα πάνω απ’ όλα έπαιξαν ανέμελα και δέχθηκαν τη φροντίδα μιας  οικογένειας. Κάποια στιγμή, τα δυο παιδιά βρέθηκαν μόνα με τα μεγάλα παιδιά της οικογένειας στο σπίτι. Ο Μάριος τότε είχε πει «Ο μπαμπάς και η μαμά πήγαν μια επίσκεψη». Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησαν όλοι ότι το δέσιμο ίσως και να είχε αρχίσει να γίνεται «επικίνδυνο».
 
Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η στιγμή που η κ. Χριστίνα έπρεπε να επιστρέψει τα παιδιά στο ορφανοτροφείο. Τα παιδιά ήταν αλλαγμένα από κάθε άποψη. Δεκαπέντε μέρες ήταν αρκετές απ’ ό, τι φάνηκε για να τα αλλάξουν. Ο αποχωρισμός ήταν αναπάντεχα οδυνηρός. Τα παιδιά, αμίλητα σε όλη τη διαδρομή, με μεγάλη δυσκολία κατέβηκαν από το αμάξι και αρνούνταν να αποχωριστούν την κ. Χριστίνα και τις δυο της κόρες. Ο Μάριος, που ήταν και ο πιο εκδηλωτικός, έκλαιγε και φώναζε να μην τον αφήσουν εκεί. Ο Λευτέρης μπορεί να μην εκφραζόταν τόσο έντονα, όμως η δυστυχία ήταν ζωγραφισμένη και στο δικό του πρόσωπο. Όσες φορές κι αν πήγαν να μπουν στο ορφανοτροφείο, γύριζαν και ξαναγύριζαν στην αγκαλιά της οικογένειας που τα είχε φιλοξενήσει, μη μπορώντας να την χορτάσουν.

Με αφορμή αυτόν τον δύσκολο αποχαιρετισμό, η κ. Χριστίνα προβληματίστηκε ιδιαίτερα. Μήπως τελικά τους έκανε κακό; Αν ήταν κάθε φορά που θα αποχωρίζονταν τα παιδιά από την οικογένειά της να πληγώνονταν τόσο, ίσως θα ήταν προτιμότερο να μη γνώριζαν το «καλύτερο» απ’ αυτό που ζούσαν μέσα στο ορφανοτροφείο. Η απάντηση βέβαια σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι ότι ανεξάρτητα από τον ψυχικό πόνο που προκαλείται στο παιδί, αυτό πρέπει να γνωρίσει τη ζεστασιά μιας οικογένειας. Να μάθει πως αυτή λειτουργεί, έτσι ώστε να έχει το πρότυπο μιας σωστής οικογένειας.   
 
Έτσι, η κ. Χριστίνα πήρε και ξαναπήρε τα παιδιά στην οικογένειά της, όπως άλλωστε τους υποσχέθηκε. Ο καιρός περνούσε, τα παιδιά μεγάλωναν, αλλά ορισμένες δύσκολες συνθήκες που προέκυψαν στη ζωή της κ. Χριστίνας δεν της επέτρεπαν πια να τα επισκέπτεται τόσο συχνά. Οι επισκέψεις αραίωναν αισθητά, μέχρι που κάποια στιγμή η κ. Χριστίνα χάθηκε απ’ την καθημερινότητά τους.
 
Πέρασαν πολλά χρόνια, σχεδόν δέκα. Κάποιο απόγευμα, εμφανίστηκαν στην πόρτα της κ. Χριστίνας δυο έφηβοι. Δεν ήθελαν πια τη φροντίδα της, ούτε την οικονομική της στήριξη. Το μόνο που ήθελαν ήταν να την ξαναδούν… Να δουν το σπίτι, τα παιδιά της. Το ίδιο πρωί, είχαν εμφανιστεί οι ίδιοι έφηβοι στο γραφείο του συζύγου της. Όντας πια ολόκληροι άντρες, κυκλοφορούσαν μόνοι τους στην πόλη και έψαξαν να τους βρουν! Να βρουν την οικογένεια που απλόχερα τους προσέφερε κάποτε τόση αγάπη… Αγάπη χωρίς αντάλλαγμα…
 
Ο Λευτέρης φέτος ολοκλήρωσε το σχολείο και θα ψάξει για δουλειά, ενώ ο Μάριος πηγαίνει στην Α΄ Λυκείου και του αρέσει πολύ το διάβασμα. Είναι δυο φυσιολογικοί έφηβοι με τις δραστηριότητες και τις ανησυχίες τους. Ξέρουν ότι ο χρόνος δε γυρίζει πίσω και έχουν αποδεχτεί πια την καθημερινότητά τους στο ορφανοτροφείο, με τις όποιες δυσκολίες της, με τις όποιες στεναχώριες. Το δυσάρεστο γι’ αυτούς πια, είναι ότι η μητέρα τους (απ’ ό, τι έμαθαν) συνεχίζει τη ζωή της και έχει κάνει άλλα παιδιά…
 
Γυρνώντας στο σήμερα, κάποια στιγμή, μου ήρθε ένα χαρτί, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να παρουσιαστώ και να προσφέρω τις υπηρεσίες μου ως ψυχολόγος σε ένα ορφανοτροφείο της επαρχίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Δεν ήξερα αρχικά ποιο ήταν, μέχρι που εξεπλάγην!

Εξεπλάγην διότι αυτή η ιστορία, η ιστορία του Λευτέρη και του Μάριου εκτυλίχθηκε στο δικό μου πατρικό σπίτι... Και τώρα, καθισμένη στο παγκάκι που καθόμουν και τότε σαν παιδί να τους περιμένω να φανούν, κοιτάζω αυτό το ορφανοτροφείο που λέει τόσα πολλά για μένα…

Για οποιαδήποτε απορία έχετε ή αν θέλετε την συμβουλή μου για κάποιο θέμα που σας απασχολεί, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου χρησιμοποιώντας τη φόρμα σχολίων ακριβώς κάτω από τα άρθρα μου. Θα ήταν χαρά μου να σας βοηθήσω να λύσετε προβλήματα που αντιμετωπίζετε μέσα στην οικογένειά σας.  Σε περίπτωση που θέλετε να έχετε μια προσωπική επικοινωνία μαζί μου, περιμένω τα e-mails σας στη διεύθυνση:  klairhseiradaki@gmail.com