Νόσος Kawasaki

Οφείλεται σε διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος η οποία προσβάλλει τα αιμοφόρα αγγεία όλου του σώματος και τα κάνει να φλεγμαίνουν.

Είναι πιο συνήθης σε παιδιά κάτω των 5 ετών (85%), σπάνια σε βρέφη, ενώ αποτελεί την πρώτη αιτία προσβολής της καρδιάς από ρευματικό νόσημα στην παιδική ηλικία.

Σε κλινικό επίπεδο προσβάλλει διάφορα όργανα του σώματος συμπεριλαμβανομένων της καρδιάς, των λεμφαδένων, των βλεννογόνων και των ματιών.

Συνοδεύεται από εξάνθημα ποικίλης μορφής και έντασης το οποίο εντοπίζεται στον κορμό και τα άκρα.
Συνήθως εμφανίζεται ως υψηλός επιμένων πυρετός (>39οC) που δεν υποχωρεί μετά από αγωγή με παρακεταμόλη (Depon), ο οποίος διαρκεί μία με δύο εβδομάδες, ωστόσο εφόσον δεν αντιμετωπισθεί με αγωγή μπορεί να επιμείνει έως τρεις με τέσσερις εβδομάδες.

Άλλα συμπτώματα είναι αυτά της ιριδοκυκλίτιδας (φλεγμονής των οφθαλμών), ο πόνος στις αρθρώσεις, η χειλίτιδα και η γλωσσίτιδα (ερυθρά και επώδυνα χείλη και γλώσσα), η ευερεθιστότητα, τα γαστρεντερικά συμπτώματα που ομοιάζουν με αυτά της γαστρεντερίτιδας (διάρροιες) και η περικαρδίτιδα.

Τα ακριβή αίτια της νόσου δεν έχουν αποσαφηνισθεί πλήρως.
Όπως και στα υπόλοιπα ρευματικά νοσήματα φαίνεται ότι υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση περιβάλλοντος και ανοσοποιητικού συστήματος η οποία ενεργοποιεί το μηχανισμό αντίδρασης.

Μέχρι σήμερα έχουν ενοχοποιηθεί διάφορα υπεραντιγόνα (ουσίες που μπορούν να προκαλέσουν διάχυτη ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού) όπως είναι οι τοξίνες του σταφυλοκόκκου, του στρεπτοκόκκου κ.α.

Η νόσος τυπικά διαρκεί μία με τρεις εβδομάδες, με το στάδιο της ανάρρωσης να διαρκεί περίπου δέκα εβδομάδες.

Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της μπορεί να μειώσει σημαντικά το χρονικό διάστημα.

Για τη θεραπεία της νόσου Kawasaki χρειάζεται νοσοκομειακή παρακολούθηση, καθώς χορηγούνται ενδοφλέβια φάρμακα τα οποία αναστέλλουν την απάντηση του ανοσοποιητικού στο ερέθισμα, δίνοντας τη δυνατότητα ύφεσης της φλεγμονής των αγγείων.

Σε σπάνιες μη διαγνωσθείσες περιπτώσεις μπορεί να εμφανισθούν ανευρύσματα στα στεφανιαία αγγεία (αγγεία της καρδιάς) καθώς και μυοκαρδίτιδα και έμφραγμα του μυοκαρδίου.

Η διαρκής ωστόσο επαγρύπνηση των παιδιάτρων για την έγκαιρη αναγνώριση των ιδιαίτερων συμπτωμάτων της νόσου επιτρέπει την έγκαιρη παρέμβαση ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους.

Ελεάνα Γκιώκα

Παιδίατρος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Επιμελήτρια Ιατρικού Κέντρου Αθηνών
www.eleanagkioka.gr

Διαβάστε περισσότερα άρθρα της παιδιάτρου εδώ.

Όνομα Συγγραφέα:
Η Ελεάνα Γκιώκα είναι επιμελήτρια στη Β` Παιδιατρική κλινική του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών ενώ παράλληλα διατηρεί ιδιωτικό παιδιατρικό ιατρείο. Αποφοίτησε από την Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου...