Το παιδί και ο ύπνος

 

Πέρα από εμάς τους ενήλικες, ο ύπνος έχει ζωτική σημασία για  τα παιδιά. Οι ψυχολόγοι που δουλεύουν με παιδιά, στο πρώτο διαγνωστικό ραντεβού θα ενδιαφερθούν να μάθουν, μεταξύ άλλων, πώς κοιμάται το παιδί: δηλαδή,  με ποιόν κοιμάται (μόνο του, με τους γονείς, με τον ένα γονιό), πού κοιμάται (αν έχει δικό του δωμάτιο, αν είναι στο δωμάτιο των γονιών), πώς το παίρνει ο ύπνος και πόσες ώρες κοιμάται.

Όπως και με τους ενήλικες, ο παιδικός ύπνος επηρεάζεται και καθορίζεται από πολλούς παράγοντες: τις συνήθειες ή αλλιώς την εκπαίδευση στον ύπνο που έχει πάρει από τους γονείς του, την ψυχολογική του κατάσταση, τη διάθεσή του και την παθολογική του κατάσταση (π.χ. την περίπτωση να έχει κάποια σωματική ενόχληση-όπως παρατηρούμε να συμβαίνει συχνά όταν τα παιδιά είναι άρρωστα) καθώς και τις (ασυνείδητες) επιθυμίες των γονιών του.

Φυσικά και υπάρχουν μικρές διαφορές ως προς την ανάγκη του ύπνου από παιδί σε παιδί, όμως ο γενικός κανόνας λέει ότι μέχρι το τέλος του δημοτικού χρειάζονται περίπου 12 ώρες βραδινού ύπνου, ανάλογα με τις προσωπικές τους ανάγκες. Όπως λέει η Μ. Νίλσεν, στο «η τέχνη να είσαι γονιός», πολλά παιδιά κοιμούνται λιγότερες ώρες και σταδιακά η άστατη βραδινή συμπεριφορά γύρω από τον ύπνο γίνεται μόνιμη συνήθεια. Άλλα αποκοιμιούνται στο σαλόνι, άλλα στο δωμάτιο των γονιών τους, άλλα πάνε για ύπνο όταν πάνε και οι γονείς, άλλα όταν τελειώσει η ταινία στην τηλεόραση…

Ακούω συχνά τους γονείς να λένε: «το παιδί μου δεν κοιμάται νωρίς... από μικρό έτσι ήταν... πρέπει να πάει 12.00 για να κοιμηθεί».  Ή αναρωτιούνται, αν κοιμηθεί νωρίς πότε θα τους δει που γυρνάνε αργά από τη δουλειά ή πώς θα καταφέρει να κοιμηθεί όταν ακόμα έχει φως έξω κ.α.

Μερικά σημαντικά στοιχεία για να έχουμε κατά νου:

  •  σε αυτή την ηλικία δεν μπορούμε να περιμένουμε από τα παιδιά να γνωρίζουν τί είναι καλό για εκείνα και τί όχι και να έχουν τον τελικό λόγο για ό,τι θα συμβεί. Άρα, δε μπορεί να αποφασίζουν εκείνα τί ώρα θα κοιμούνται το βράδυ. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφασίσουν οι γονείς και να τα βοηθήσουν να το εφαρμόσουν.
  • Η ποιότητα της σχέσης γονιού-παιδιού, σε καμία περίπτωση δεν εξαρτάται από την  ποσότητα των ωρών που βρίσκονται μαζί.  Μία σχέση μπορεί να γίνει βαθιά και σημαντική χωρίς να στηρίζεται στην ποσότητα.
  • Όταν τα παιδιά μένουν ξύπνια μέχρι αργά, οι ενήλικες ή τα ζευγάρια παύουν να έχουν χρόνο για τον εαυτό τους. Και όταν ο προσωπικό χρόνος γίνεται ένα με τον οικογενειακό, τότε χάνεται ένα σημαντικό όριο. Η αλήθεια είναι ότι η δυσκολία των γονιών να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα ύπνου, που να βασίζεται στις βιολογικές ανάγκες των παιδιών, πιθανότατα σχετίζεται με δυσκολίες που υπάρχουν στο ζευγάρι: Το παιδί που ξυπνάει συστηματικά μέσα στη νύχτα και τρυπώνει στο κρεβάτι των νυσταγμένων γονιών του (συχνά χωρίς οι ίδιοι να το καταλάβουν), το κάνει γιατί βρίσκει χώρο για να το κάνει, γιατί σε ένα επίπεδο -και με τον τρόπο τους- οι γονείς το επιτρέπουν ή απλά δεν το απαγορεύουν. Απ' την άλλη, όταν οι γονείς θέλουν να προστατεύσουν το συζυγικό τους κρεβάτι και τη νύχτα τους, βρίσκουν τρόπους να το κάνουν: “όταν οι γονείς δε θέλουν ή δε χρειάζονται το παιδί να είναι ανάμεσά τους, θα του δώσουν ένα καθαρό μήνυμα, χωρίς αμφιθυμία... (και το παιδί) θα πάψει να εμπλέκεται σε άδικα παζαρέματα...”  (Νίλσεν, 2002).
  • Πολύ μεγάλο ποσοστό των υπερκινητικών παιδιών είναι παιδιά που δεν κοιμούνται αρκετά (και έτσι δεν συμπληρώνουν τις ώρες που χρειάζεται ο οργανισμός τους για να λειτουργήσει σωστά).

Συνοψίζοντας, ιδανικά τα παιδιά χρειάζονται να κοιμούνται ως εξής:

  1. Τις κατάλληλες βραδινές ώρες και χωρίς διακοπή
  2. Στο δικό τους κρεβάτι του δικού τους δωματίου
Όνομα Συγγραφέα:
Η κ. Λάγγα σπούδασε ψυχολογία στη Μ. Βρετανία (BA, PgDip) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (MA) στη Θεωρητική Ψυχανάλυση στο πανεπιστήμιο του Brunel. Έχει εκπαιδευτεί στην Χοροθεραπεία ( ένωση...